Την Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2024, πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά η 2η Συνάντηση της φετινής Σχολής Γονέων με θέμα:
Πώς θέτουμε όρια στα παιδιά και τους εφήβους
Ομιλήτρια ήταν η κα Αναστασία Μωραϊτάκη, Ψυχολόγος-Υπαρξιακή συστημική ψυχοθεραπεύτρια ενώ τη συζήτηση συντόνισε η κα Φλώρα Τζανακάκη, Διευθύντρια του Γυμνασίου Αμαρουσίου.
Η προσκεκλημένη μας με το δικό της νηφάλιο, βιωματικό τρόπο προσέγγισε και ανέπτυξε το διαχρονικό θέμα της οριοθέτησης παιδιών και εφήβων στην οικογένεια, συζητώντας και σχολιάζοντας εποικοδομητικά σκέψεις και ερωτήματα γονέων που δημιουργήθηκαν.
Από τα όσα πλούσια προσφέρθηκαν σταχυολογούμε:
Η οριοθέτηση παιδιών και εφήβων είναι διαχρονικά υπαρκτή και παρουσιάζεται με δύο δυσλειτουργικά μοντέλα: είτε εξουσιαστικά (υπακοή-απειλή, απαγόρευση, σωματική-ψυχολογική βία) είτε ψευδοφιλελεύθερα (ελαστικά ή καθόλου όρια).
Αναζητώντας τις αιτίες για αυτά, επεσήμανε την προσωπική ανασφάλεια του ρόλου των γονέων ή και την κακή σχέση μεταξύ τους μέσα στο ρόλο τους.
Η αντιπρότασή της για τη διόρθωση των παραπάνω ξεκινά από τη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας της οριοθέτησης σε όλες τις ηλικίες. Υπογράμμισε ότι αυτή οικοδομείται μέσα από μία σχέση αγάπης, εκτίμησης φροντίδας, ορθών προτύπων, θετικής ενίσχυσης-επιβράβευσης όπου χρειάζεται, αλλά και την αιτιολογημένη απόρριψη της συμπεριφοράς του παιδιού ή του εφήβου, όχι όμως του ίδιου σαν προσωπικότητα, δίνοντας του τη δυνατότητα να αλλάξει.
Ολοκληρώνοντας την ομιλία της, η κα Η Αναστασία Μωραϊτάκη τόνισε τη σημασία του να ανατρέξει ο κάθε γονιός στη δική του προσωπική ιστορία, ώστε να κατανοήσει πώς και πόσο οριοθετήθηκε ο ίδιος κατά την παιδική του ηλικία και κατέληξε στο «χρυσό» κανόνα της οριοθέτησης: Σωστά όρια με σταθερότητα και τρυφερότητα.
🎧 Ακούστε ολόκληρη την ομιλία εδώ:
.
Ακολουθεί το κείμενο με την περίληψη των κύριων σημείων της ομιλίας που ετοίμασε η κα Αναστασία Μωραϊτάκη, την οποία θερμά ευχαριστούμε για την ανάπτυξη του θέματος.
Η οριοθέτηση των παιδιών από τους γονείς πραγματοποιείται, διαχρονικά, με διαφορετικούς τρόπους.
Στην εξουσιαστική διαπαιδαγώγηση οι γονείς οριοθετούν τα παιδιά τους απαιτώντας υπακοή, με έναν τρόπο ολοκληρωτικό, που συχνά ενέχει το στοιχείο της απειλής. Κατά κανόνα παρουσιάζονται σαν πρόβλημα το παιδί και η συμπεριφορά του, ενώ υποβαθμίζεται η σημασία της σχέσης γονέα – παιδιού.
Ένας τρόπος επιβολής των ορίων που εφαρμόζεται από πολλούς γονείς είναι η σωματική τιμωρία. Άλλος τρόπος επιβολής, όχι λιγότερο κακοποιητικός, μολονότι δεν έχει το στοιχείο της σωματικής βίας, είναι η ψυχολογική τρομοκρατία ή ο συναισθηματικός εκβιασμός. Επίσης, συχνά οι γονείς θέτουν αυστηρά όρια, με τη μορφή της απαγόρευσης, προκειμένου να αποφύγουν συνθήκες που θα έθεταν σε κίνδυνο το παιδί τους.
Η εξουσιαστική διαπαιδαγώγηση οδηγεί όχι μόνο στον έλεγχο της συμπεριφοράς, αλλά και στον έλεγχο του πνεύματος, εφόσον ο μεγάλος δεν αφήνει το παιδί να ερευνήσει τους λόγους στους οποίους βασίζεται μια απαγόρευση ή επιβάλλει τη θέλησή του προτάσσοντας μια βολική για τον ίδιο επιλογή. Ευνοείται η ανατροφή ενός «καλού, πειθαρχημένου, ήσυχου παιδιού». Μεγαλώνοντας, το καταπιεσμένο παιδί γίνεται ένας καταπιεσμένος ενήλικας, εξαρτημένος από την παρέμβαση και τη θέληση των άλλων, και πολλές φορές το καταπιεσμένο παιδί θα γίνει το ίδιο ένας καταπιεστικός γονιός που θα ψαλιδίζει τη θέληση και την επιθυμία των παιδιών του.
Στον αντίποδα της εξουσιαστικής διαπαιδαγώγησης είναι η ψευδοφιλελεύθερη διαπαιδαγώγηση.
Κάποιοι γονείς είτε θέτουν πολύ ελαστικά όρια, είτε δεν θέτουν καθόλου όρια στα παιδιά τους. Αυτό οφείλεται σε πολλούς λόγους: στην προσωπική ανασφάλεια του γονέα στον πατρικό ή μητρικό ρόλο, στην εσφαλμένη εντύπωση πως δεν θα είναι καλός γονιός, πως ρισκάρει να μην τον αγαπά το παιδί του αν το οριοθετήσει ή στην πεποίθηση πως ένα παιδί μπορεί και πρέπει μόνο του να βρει τον τρόπο να αναπτύξει την προσωπικότητά του.
Ένας άλλος σοβαρός λόγος δυσκολίας στην οριοθέτηση είναι η κακή σχέση μεταξύ των δύο γονέων. Όταν το ζευγάρι δεν έχει μια σχέση εμπιστοσύνης που επιτρέπει να συζητούν και να συναποφασίζουν για τα θέματα που αφορούν τα παιδιά τους, τα παιδιά άλλοτε δεν οριοθετούνται καθόλου (όταν κανείς εκ των δύο γονέων δεν αναλαμβάνει αυτόν τον ρόλο), άλλοτε έρχονται αντιμέτωπα με διπλά μηνύματα, όταν ο κάθε γονέας δίνει μια διαφορετική οδηγία προς το παιδί, γεγονός που επιφέρει σύγχυση και ανασφάλεια.
Τι θα αντιπροτείναμε, λοιπόν, στα δυσλειτουργικά μοντέλα οριοθέτησης που προαναφέρθηκαν;
- Κατ’ αρχάς χρειάζεται να αναγνωρίσουμε ότι τα όρια είναι αναγκαία σε όλες τις αναπτυξιακές φάσεις της παιδικής και εφηβικής ηλικίας.
- Η οριοθέτηση επιτυγχάνεται πολύ πιο εύκολα όταν έχει προηγηθεί μια σχέση μεταξύ γονέων και παιδιών που χαρακτηρίζεται από αγάπη, εκτίμηση και φροντίδα. Όταν το παιδί έχει βιώσει ότι ο μεγάλος εκτιμά και σέβεται τη θέλησή του, τότε μπορεί να δεχτεί και τις απαγορεύσεις ως αναγκαιότητα.
- Η επιθυμητή συμπεριφορά καλλιεργείται και ενθαρρύνεται με το παράδειγμα και τη θετική ενίσχυση, δηλαδή το καθρέφτισμα στο βλέμμα του γονιού που προσφέρει αναγνώριση και επιβράβευση.
- Αν χρειαστεί να υπάρξει κάποια συνέπεια για μια ανεπιθύμητη πράξη του παιδιού, κατ’ αρχάς θα πρέπει να βεβαιωθούμε ότι το παιδί έχει καταλάβει ποια συγκεκριμένη συμπεριφορά του δεν είναι επιτρεπτή. Επίσης, χρειάζεται να γίνει κατανοητό ότι η συνέπεια αφορά την απόρριψη της συγκεκριμένης συμπεριφοράς και όχι του ίδιου του παιδιού. Αφού προειδοποιήσουμε το παιδί για τις συνέπειες της πράξης του χρειάζεται να είμαστε συνεπείς στην επιβολή των ορίων.
- Είναι σημαντικό για την ενίσχυση της θέλησης και για την ενθάρρυνση του παιδιού, όταν εκφράζει κάποια απαρέσκεια, να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε την άποψή του και να του εξηγήσουμε τη δική μας, αφήνοντάς του περιθώρια να μπορεί να αλλάξει τα πράγματα που το αφορούν.
- Οι γονείς χρειάζεται να ανατρέξουν στη δική τους ιστορία, να θυμηθούν με ποιους τρόπους οι δικοί τους γονείς οριοθετούσαν ή δεν οριοθετούσαν τη συμπεριφορά τους, να ανακαλύψουν τους τρόπους με τους οποίους η δική τους θέληση αξιοποιήθηκε ή αγνοήθηκε, να σκεφθούν, μέσα από τη δική τους ενήλικη ματιά, τι θα εύχονταν να έχουν ζήσει ως παιδιά στη σχέση με τους γονείς τους. Αυτή η αναδρομή στο παρελθόν μπορεί να διευκολύνει μια διαφοροποιημένη στάση στο παρόν. Αυτό σημαίνει ότι δίνει τη δυνατότητα στον σημερινό γονέα να μην επαναλάβει άκριτα τη στάση του δικού του γονιού, ούτε, όμως, να περάσει άκριτα στον αντίποδα του δικού του βιώματος, γιατί τότε είναι πολύ πιθανόν να επιλέξει την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος.
Κλείνοντας, να αναφέρουμε τον χρυσό κανόνα της οριοθέτησης: «Σωστά όρια είναι αυτά που τίθενται με σταθερότητα και τρυφερότητα ταυτόχρονα».