1η Ιανουαρίου 2021. Μια νέα χρονιά προβάλλει! Με πόσες ελπίδες και προσδοκίες την περιμένουμε! Φως άπλετο επιθυμούμε να χυθεί στη ζωή μας! Βαθιά χαρά να νιώσουν οι καρδιές μας! Την ευλογία του Θεού να έχουμε στη βιοτή μας την τόσο μικρή, αλλά και τόσο σημαντική! Την ευλογία του Θεού στα σπίτια μας, στα σχολεία μας, στην πατρίδα μας! Ο Γιάννης ο βλογημένος, μας δείχνει τον τρόπο…

“Κάθε χρόνο ὁ Ἅγιος Βασίλης τὶς παραμονὲς τῆς Πρωτοχρονιᾶς γυρίζει ἀπὸ χώρα σὲ χώρα κι ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, καὶ χτυπᾶ τὶς πόρτες γιὰ νὰ δεῖ ποιὸς θὰ τὸν δεχτεῖ μὲ καθαρὴ καρδιά…

Ὁ Ἅγιος σίμωσε στὸ καλύβι τοῦ τσομπάνου καὶ χτύπησε τὴν πόρτα μὲ τὸ ραβδί του …

Ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ βγῆκε ἕνας τσομπάνης, παλικάρι ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶ, μὲ μαῦρα γένια· καὶ δίχως νὰ δεῖ καλὰ καλὰ ποιὸς χτυποῦσε τὴν πόρτα, εἶπε στὸ γέροντα:«Πέρασε μέσα στ ἀρχοντικό μας νὰ ζεσταθεῖς! Καλὴ μέρα καὶ καλὴ χρονιά!».
Αὐτὸς ὁ τσομπάνης ἤτανε ὁ Γιάννης ὁ Μπάικας, ποὺ τὸν λέγανε Γιάννη Βλογημένον, ἄνθρωπος ἀθῶος σὰν τὰ πρόβατα ποὺ βόσκαγε, ἀγράμματος ὁλότελα.

Μέσα στὴν καλύβα ἔφεγγε μὲ λιγοστὸ φῶς ἕνα λυχνάρι. Ὁ Γιάννης, σὰν εἶδε στὸ φῶς πὼς ὁ μουσαφίρης ἤτανε γέροντας καλόγερος, πῆρε τὸ χέρι του καὶ τ᾿  ἀνασπάστηκε καὶ τό ’βαλε ἀπάνω στὸ κεφάλι του. Ὕστερα φώναξε καὶ τὴ γυναίκα του, ὡς εἴκοσι χρονῶ κοπελούδα, ποὺ κουνοῦσε τὸ μωρό τους μέσα στὴν κούνια. Κι ἐκείνη πῆγε ταπεινὰ καὶ φίλησε τὸ χέρι τοῦ γέροντα, κι εἶπε: «Κόπιασε, παπποῦ, νὰ ξεκουραστεῖς».

Ὁ Ἅγιος Βασίλης στάθηκε στὴν πόρτα καὶ βλόγησε τὸ καλύβι κι εἶπε:
«Βλογημένοι νά ’σαστε, τέκνα μου, κι ὅλο τὸ σπιτικό σας!…

Ὁ Γιάννης ἤτανε καλὸς ἄνθρωπος, ὅπως τὸν ἔφτιαξε ὁ Θεός

Σὰν βολέψανε τὰ πρόβατα, μπῆκε μέσα ὁ Γιάννης καὶ λέγει στὸ γέροντα:
«Γέροντα, μεγάλη χαρὰ ἔχω ἀπόψε ποὺ ἦρθες, ν᾿  ἀκούσουμε κι ἐμεῖς κανένα γράμμα, γιατὶ δὲν ἔχουμε ἐκκλησία κοντά μας, μήτε κἂν ῥημοκλήσι. Ἐγὼ ἀγαπῶ πολὺ τὰ γράμματα τῆς θρησκείας μας, κι ἂς μὴν τὰ καταλαβαίνω, γιατὶ εἶμαι ξύλο ἀπελέκητο…

Ἤτανε μεσάνυχτα. Ὁ ἀγέρας βογγοῦσε. Ὁ Ἅγιος Βασίλης σηκώθηκε ἀπάνου καὶ στάθηκε γυρισμένος κατὰ τὴν ἀνατολὴ κι ἔκανε τὸ σταυρό του τρεῖς φορές…

Ἔψελνε γλυκὰ καὶ ταπεινά, κι ὁ Γιάννης κι ἡ Γιάνναινα τὸν ἀκούγανε μὲ κατάνυξη καὶ κάνανε τὸ σταυρό τους…

Καθίσανε στὸ τραπέζι καὶ φάγανε, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος, ἡ γυναίκα του κι ὁ μπάρμπα – Μάρκος ὁ Βουβός, ποὺ τὸν εἶχε συμμαζέψει ὁ Γιάννης καὶ τὸν βοηθοῦσε.

Καί, σὰν ἀποφάγανε, ἔφερε ἡ γυναίκα τὴ βασιλόπιτα καὶ τὴν ἔβαλε ἀπάνω στὸ σοφρᾶ. Κι ὁ Ἅγιος Βασίλης πῆρε τὸ μαχαίρι καὶ σταύρωσε τὴ βασιλόπιτα κι εἶπε: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!».

Κι ἔκοψε τὸ πρῶτο τὸ κομμάτι κι εἶπε: «τοῦ Χριστοῦ», ἔκοψε τὸ δεύτερο κι εἶπε: «τῆς Παναγίας», κι ὕστερα ἔκοψε τὸ τρίτο καὶ δὲν εἶπε: «τοῦ Ἁγίου Βασιλείου», ἀλλὰ εἶπε: «τοῦ νοικοκύρη τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου!»…

Λέγει πάλι ὁ Γιάννης στὸν Ἅγιο:«Γέροντα, γιατί δὲν ἔκοψες γιὰ τὴν ἁγιοσύνη σου;».Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος: «Ἔκοψα, εὐλογημένε!». Μὰ ὁ Γιάννης δὲν κατάλαβε τίποτα, ὁ καλότυχος!…

Σὰν τελείωσε τὴν εὐχὴ κι ἑτοιμαζόντανε νὰ πλαγιάσουνε, τοῦ λέγει ὁ Γιάννης:
«Ἐσύ, γέροντα, πού ξέρεις τὰ γράμματα, πές μας σὲ ποιὰ παλάτια ἄραγες πῆγε ἀπόψε ὁ Ἅη-Βασίλης; Οἱ ἀρχόντοι κι οἱ βασιλιάδες τί ἁμαρτίες μπορεῖ νά ’χουνε; Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ εἴμαστεν ἁμαρτωλοὶ καὶ κακορίζικοι, ἐπειδὴς ἡ φτώχεια μᾶς κάνει νὰ κολαζόμαστε!».

Ὁ Ἅγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι ἀπάνω, ἅπλωσε τὶς ἀπαλάμες του καὶ ξαναεῖπε τὴν εὐχὴ ἀλλιώτικα: «Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδας ὅτι ὁ δοῦλος Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς, ἄξιός ἐστιν καὶ ἱκανός, ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην αὐτοῦ εἰσέλθῃς, ὅτι νήπιος ὑπάρχει, καὶ τῶν τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶνοὐρανῶν…».

Καὶ πάλι δὲν κατάλαβε τίποτα ὁ Γιάννης ὁ καλότυχος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος.”

(αποσπάσματα από το διήγημα Το βλογημένο μαντρί, Φώτη Κόντογλου)

Άγιε Βασίλειε, βοήθησέ μας,
να υποδεχτούμε με καθαρή καρδιά τη φετινή χρονιά, σαν τον Γιάννη τον Βλογημένο.
Να ζηλέψουμε τη σεμνότητα του ανδρόγυνου, τη θεοσέβεια, σαν τον Γιάννη τον Βλογημένο.
Να ποθήσουμε τους τόπους της λατρείας, τις Εκκλησιές μας, τα «γράμματα του Θεού», σαν τον Γιάννη τον Βλογημένο.
Να βαστάξουμε το σταμνί με το καθάριο νερό της ελληνικής παράδοσης, σαν τον Γιάννη τον Βλογημένο.
Να χωρέσουμε στο «σπιτικό μας» πολλούς μπαρμπα-Μάρκους Βουβούς, σαν τον Γιάννη τον Βλογημένο.
Να γίνουμε νήπιοι στη διάνοιά μας, αθώοι, όπως «μας έφτιαξε ο Θεός», σαν τον Γιάννη τον Βλογημένο.

Άγιε Βασίλειε,
ασπαζόμαστε το χέρι σου, σαν τον Γιάννη τον Βλογημένο, και ζητιανεύουμε-προσδοκούμε την ευλογία σου ιδιαίτερα ετούτη τη χρονιά!
Η μικρή μας Ελλάδα, η τόσο πληγωμένη, περιμένει τα ιαματικά δώρα σου!

Άγιε Βασίλειε,
«Πέρασε μέσα στ΄ αρχοντικό μας, -την καρδιά μας, το σπίτι μας, την πατρίδα μας- να ζεσταθείς!»
«Καλή μέρα και καλή χρονιά!», ας πούμε όλοι, σαν τον Γιάννη τον Βλογημένο!

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ
«Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ»